Είναι γεγονός ότι η πανδημία οδήγησε εκατομμύρια επαγγελματιών στην εξ αποστάσεως εργασία. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τα θεσμικά όργανα αυτής καθιέρωσαν πολύ νωρίς την εργασία από το σπίτι, δίνοντας έτσι το έναυσμα για να ακολουθήσουν αυτή την καλή πρακτική εργοδότες και οργανισμοί ανά το παγκόσμιο.

Στην Κύπρο, η νομοθεσία σε ότι αφορά την τηλεργασία, με την μορφή της εξ αποστάσεως εργασίας μέσω της χρήσης της τεχνολογίας δεν έχει αναπροσαρμοστεί με τρόπο ώστε να πληροί τις προϋποθέσεις της νομοθεσίας της χώρας μας. Η Ευρωπαϊκή Συμφωνία για την Τηλεργασία δεν έχει ακόμη ενσωματωθεί στις κυπριακές συλλογικές συμβάσεις ή στην νομοθεσία μας, παρόλο που τέθηκαν οι κατευθυντήριες γραμμές για την ενσωμάτωσή της τον Ιούλιο του 2005.

Απόδειξη αυτού, η σχετική νομοθεσία και οι εγκύκλιοι των Κοινωνικών Ασφαλίσεων δεν κάνουν καμία ιδιαίτερη διάκριση σε ότι αφορά την τηλεργασία. Μελετώντας το κείμενο της εγκυκλίου και των σχετικών νόμων παρατηρούμε ότι η τηλεργασία κατατάσσεται στην κατηγορία των υποχρεωτικά ασφαλιζόμενων εργαζομένων, ανεξάρτητα από τον τόπο, το χρόνο και τον τρόπο εργασίας.

Στις εν λόγω εγκυκλίους και στον σχετικό νόμο δεν υπάρχει αντίθεση μεταξύ των εν ισχύ κανονισμών και της συμφωνίας, ιδιαίτερα όσον αφορά θέματα ασφάλειας, υγείας και τηλεργασίας.  Είναι αξιοσημείωτο ότι αυτό δεν έχει ακόμη δοκιμαστεί εντός των πλαισίων τόσο της νομολογίας όσο και της νομοθεσίας. Βεβαίως  όταν σε κάποιο στάδιο, χρειαστεί να δοκιμαστούν, θα πρέπει να αντιμετωπιστούν αναλόγως μέσα  στα πλαίσια της υφιστάμενης νομοθεσίας και της Ευρωπαϊκής Συμφωνίας.

Παράδειγμα προς μίμηση αποτελεί η Γερμανία που ως κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κάνοντας ένα βήμα παραπέρα και δια μέσου του αρμόδιου υπουργείου, προχώρησε στην ερμηνεία της Ευρωπαϊκής Συμφωνίας σε σχέση με την τηλεργασία. Προτάθηκε έτσι το σχετικό νομοσχέδιο από την Γερμανική νομική υπηρεσία που καθιερώνει τη νομική κατοχύρωση του εργαζομένου σε σχέση με το Heimbüro (home office) που σε ελεύθερη μετάφραση στα ελληνικά λέγεται «γραφείο στο σπίτι».

Φυσικά οι αντιδράσεις που παρατηρήθηκαν ήταν έντονες τόσο από την πλευρά των εργοδοτών όσο και από την πλευρά των εργαζομένων.  Οι αντιδράσεις όμως φέρουν ως αποτέλεσμα συζητήσεις και οι συζητήσεις ως επί το πλείστον οδηγούν σε εποικοδομητικό διάλογο. Παράδειγμα αποτελεί το γεγονός ότι η τηλεργασία προϋποθέτει την ύπαρξη μιας αρμονικής σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ εργοδοτών, υπεύθυνων προσωπικού, προϊσταμένων και συναδέλφων. Παράλληλα προκύπτουν και κάποια ερωτήματα του τύπου “Πώς ρυθμίζονται οι συνθήκες εργασίας στο σπίτι;»  «Πότε και μέχρι ποιες ώρες οφείλω να είμαι  εύκαιρος για τον εργοδότη και τους συναδέλφους μου ενώ εργάζομαι από το σπίτι;», «Ισχύουν οι ίδιες ώρες διαλειμμάτων στο σπίτι όπως και στο γραφείο;» «Τί γίνεται εάν δουλεύω περισσότερες ώρες από όσες αναμένεται λόγω φόρτου εργασίας; Πώς θα το γνωρίζει ο εργοδότης μου;» «Μπορεί ένας υπάλληλος να είναι το ίδιο παραγωγικός στο σπίτι όσο και στο γραφείο, καθώς στο σπίτι υπάρχουν περισσότεροι παράγοντες απόσπασης της προσοχής;»

Επιπλέον, τίθενται και κάποια άλλα ερωτήματα σε ότι αφορά τον γραφειακό εξοπλισμό και την γραφική ύλη, πράγματα που μπορεί στο σπίτι να μην είναι διαθέσιμα όπως θα ήταν στο γραφείο. Για παράδειγμα το να έχει ο εργαζόμενος μια εργομετρική καρέκλα στο γραφείο του, δεν εξυπακούεται ότι θα έχει την ίδια καρέκλα και στο σπίτι του. Το αποτέλεσμα ίσως θα είναι ότι σε βάθος χρόνου, δουλεύοντας στο σπίτι, θα επιβαρύνει την μέση του και κατ’ επέκταση την υγεία του. Παράλληλα, δημιουργείται εύλογα και η απορία για το ποιος θα επωμίζεται τα έξοδα για τις προμήθειες και τη γραφική ύλη, όπως είναι το χαρτί και το μελάνι για τον εκτυπωτή που υπάρχουν στο σπίτι, το ηλεκτρικό ρεύμα που καίει ο υπολογιστής τις επιπλέον ώρες της εργασίας, το φαγητό που ίσως η εταιρεία να παρείχε στα γραφεία πριν και άλλα πολλά.

Βλέποντας όμως και στην αντίπερα όχθη, θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι εταιρείες εξοικονομούν πόρους επιτρέποντας στους υπαλλήλους να εργάζονται εξ’ ολοκλήρου με την μέθοδο της τηλεργασίας από το σπίτι. Αυτό σημαίνει αυτόματα την μείωση των εξόδων της λειτουργίας και συντήρησης των κτιρίων.

Εξετάζοντας τα υπέρ και τα κατά και βλέποντας ότι η κατάσταση ευνοεί και τα δύο μέτωπα τόσο για τους εργοδότες όσο και για τους εργαζόμενους θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι εμφανής μια vincere omnium, μια κερδοφόρα συνθήκη και για τις δύο πλευρές. Οι εργαζόμενοι εξοικονομούν όχι μόνο χρήματα επειδή δεν υποχρεούνται πια να ταξιδεύουν από και προς τον χώρο εργασίας τους αλλά και πολύτιμο χρόνο τον οποίο μπορούν να απολαμβάνουν για προσωπικό τους όφελος.

Φυσικά, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτό που συμβαίνει κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου της πανδημίας δεν είναι ο κανόνας, παρόλο που αποτελεί μια νέα πραγματικότητα στην οποία κληθήκαμε όλοι να προσαρμοστούμε.

Ένα άλλο θέμα που αξίζει να τεθεί προς συζήτηση είναι αυτό της ασφαλιστικής κάλυψης προς τον εργαζόμενο με βάση τον νόμο, υπό το καθεστώς της εργασίας από το σπίτι καθώς προκύπτει το ζήτημα της ασφάλειας των εργαζομένων.  Ο εργαζόμενος δουλεύοντας από το σπίτι δεν έχει στη διάθεσή του την ασφαλιστική κάλυψη που του προσφέρεται από τον εργοδότη του, σε περίπτωση ατυχήματος, όπως γίνεται στο γραφείο σύμφωνα με τη νομοθεσία, η οποία αποκλείει σε αυτή την περίπτωση τις όποιες δραστηριότητες που “συνδέονται άμεσα με το αντικείμενο της εργασίας”. Για να επεξηγήσουμε καλύτερα τι εννοούμε θα δώσουμε το εξής παράδειγμα: «Στην περίπτωση που κάποιος εργαζόμενος, εξασκώντας τηλεργασία στο σπίτι και ενώ πηγαίνει στην κουζίνα για να φτιάξει ένα φλυτζάνι καφέ, τύχει και σκοντάψει με αποτέλεσμα να τραυματιστεί, δεν θα καλυπτόταν από την υποχρεωτική σύμφωνα με τη νομοθεσία ασφαλιστική κάλυψη.»

Τι γίνεται όμως στην περίπτωση που  ο εργαζόμενος δεν επιθυμεί να ακολουθήσει την τηλεργασία;  Για να είμαι ειλικρινής, αυτό είναι ένα ερώτημα που με προβληματίζει και εμένα τον ίδιο ως εργοδότη. Η τηλεργασία ασφαλώς και δεν μπορεί να επιβληθεί μονομερώς από τον εργοδότη στον εργαζόμενο παρά τη θέλησή του.  Εύλογα τίθεται έτσι και το επόμενο ερώτημα που αφορά το κατά πόσον θα μπορούσε η άρνηση του εργαζομένου να συναινέσει σε αυτή τη μορφή εργασίας, δηλαδή την τηλεργασία, να έχει ως αποτέλεσμα η άρνηση του εργοδοτούμενου να οδηγήσει στην απόλυσή του ή σε οποιαδήποτε άλλη δυσμενή μεταχείριση του από τον εργοδότη.

Οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι η τηλεργασία δεν έχει ακόμη ενσωματωθεί στις συλλογικές συμβάσεις στην Κύπρο, ούτε, κατ’επέκταση, στην ίδια τη νομοθεσία. Μια πιθανή επεξήγηση για αυτό το θέμα είναι ίσως η χαμηλή έως ανύπαρκτη ανάγκη της τηλεργασίας στο παρελθόν. Γνωρίζαμε μόνο την εκπαίδευση εξ αποστάσεως με την αναγνώριση των πτυχίων από εκπαιδευτικά ιδρύματα της Κύπρου και του εξωτερικού και ενώ έχουμε κατοχυρώσει την νομοθεσία σχετικά με το πιο πάνω θέμα, ακόμη υστερούμε σε ότι αφορά την νομοθεσία σχετικά με την εξ αποστάσεως εργασία. Σε αυτό ίσως συμβάλει και το γεγονός ότι η Κύπρος είναι ένα μικρό νησί και ως εκ τούτου και οι αποστάσεις από την μια πόλη στην άλλη παραμένουν μικρές οπότε και οι αποστάσεις από και προς την εργασία είναι σύντομες σε σχέση με άλλες χώρες όπου ο εργαζόμενος μπορεί να χρειάζεται μέχρι και τρεις ώρες για να φθάσει στο γραφείο του.

Το ότι υστερούμε στο θέμα της νομοθεσίας σχετικά με την εξ αποστάσεως εργασία αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα και σε ότι αφορά τις θέσεις εργασίας. Αν για παράδειγμα μια πόλη έχει μεγαλύτερο δείκτη ανεργίας ενώ μια άλλη πόλη έχει ανάγκη για συμπλήρωση θέσεων εργασίας, αυτόματα όσοι διαμένουν μακριά από την πόλη που προσφέρει εργασία αποκλείονται για πολλούς λόγους και κυρίως οικονομικούς καθώς τα έξοδα μετάβασης και διαβίωσης ως συνήθως είναι πολύ ψηλότερα από την μισθοδοσία του εργαζομένου με βάση τις καθημερινές του ανάγκες.

Η τηλεργασία οφείλει και πρέπει να κατοχυρωθεί σε ότι αφορά τη νομοθεσία καθώς θα βοηθήσει και στην μείωση της ανεργίας ενώ θα ανοίξει διάπλατα ευκαιρίες εργοδότησης τόσο στην Κύπρο όσο και στο εξωτερικό. Ο κάθε Κύπριος – Ευρωπαίος πολίτης θα μπορεί να εργάζεται από το σπίτι του σε οργανισμούς και εταιρείες που βρίσκονται σε άλλη πόλη της χώρας, από την άνεση του σπιτιού του, χωρίς να επωμίζεται επιπλέον έξοδα μετακίνησης, ενοικίου δεύτερης κατοικίας κ.α. Παράλληλα, θα μπορεί εφόσον είναι κατοχυρωμένος από τη σχετική νομοθεσία να διεκδικεί θέσεις εργασίας σε εταιρείες και οργανισμούς του εξωτερικού όπως και ο κάθε Ευρωπαίος πολίτης παραμένοντας στη χώρα του.

Υπό το φως της πανδημίας, όπου οι εργαζόμενοι αναγκαστικά και για λόγους ασφαλείας εργάζονται μακριά από τα γραφεία τους και προσαρμόζονται καθημερινά στην εργασία από το σπίτι, βρίσκεται στο προσκήνιο η επιτακτική ανάγκη για ειδικές ρυθμίσεις, εάν όχι μέσω της νομοθεσίας, τουλάχιστον σε επίπεδο Συλλογικών Συμβάσεων.  Η Κύπρος, ως πλήρες κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα πρέπει να προβεί στις αναγκαίες τροποποιήσεις προκειμένου να προσαρμοστεί πλήρως στις νέες συνθήκες που έχει επιφέρει αυτή η πανδημία και που θα κρατήσουν για αρκετό καιρό ακόμα λαμβάνοντας υπόψη ότι με αυτό τον τρόπο αυξάνει τις ευκαιρίες εργοδότησης και μείωσης της ανεργίας με τη μορφή της εξ αποστάσεως εργασίας.

Σάββας Σαββίδης, Δικηγόρος-Συνεταίρος

Michael Kyprianou & Co LLC